- αλισάχνη
- ητο αφράλατο, το ψιλό αλάτι που μαζεύουν στις κοιλότητες των παράλιων βράχων: Είχε πάει να μαζέψει αλισάχνη και γκρεμίστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλισάχνη — η η αλοσάχνη* … Dictionary of Greek
αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… … Dictionary of Greek